ἀναπολόγητος — inexcusable masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αναπολόγητος — η, ο (Α ἀναπολόγητος, ον) [ἀπολογοῡμαι] νεοελλ. 1. αυτός που δεν απολογήθηκε ή δεν έχει τη δύναμη να απολογηθεί 2. αυτός που απέμεινε άναυδος, αποσβολωμένος, σαστισμένος αρχ. αυτός που δεν επιδέχεται απολογία, ο αδικαιολόγητος … Dictionary of Greek
ἀναπολογήτως — ἀναπολόγητος inexcusable adverbial ἀναπολόγητος inexcusable masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀναπολόγητον — ἀναπολόγητος inexcusable masc/fem acc sg ἀναπολόγητος inexcusable neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀναπολογήτοις — ἀναπολόγητος inexcusable masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀναπολογήτου — ἀναπολόγητος inexcusable masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀναπολογήτους — ἀναπολόγητος inexcusable masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀναπολογήτων — ἀναπολόγητος inexcusable masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀναπολογήτῳ — ἀναπολόγητος inexcusable masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀναπολόγητα — ἀναπολόγητος inexcusable neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)